- οκνά
- (επίρρ. τροπ.), διστακτικά, τεμπέλικα, νωθρά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
όκνα — ὄκνα, ἡ (Α) 1. οπή πιθαριού 2. είδος ναυτικού οργάνου … Dictionary of Greek
οκνά — η είδος ξανθής φυτικής βαφής, ο κινάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προήλθε πιθ. από συνεκφορά τού άρθρου ο με τη λ. κνας, άλλο τ. τής λ. κινάς*, ο «κόκκινη βαφή»] … Dictionary of Greek
ακνογελώ — χαμογελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικός σχηματισμός < ακνό (< οκνά) + γελώ πρβλ. χαμο γελώ, ακρο γελώ, αχνο γελώ, ψευτο γελώ, ψιλο γελώ, ψιμο γελώ κ.ά.] … Dictionary of Greek
νωχελής — ές (Α νωχελής, ές) αυτός που κινείται βαριά και αργά, αργοκίνητος, νωθρός και αμέριμνος νεοελλ. (η αιτ. τού ουδ. υπερθ. ως επίρρ.) νωχελέστατα με μεγάλη νωχέλεια αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ νωχελές α) η νωχέλεια β) έκτρωμα, τέρας. επίρρ... νωχελώς με … Dictionary of Greek
οκνός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. Μερικοί τονίζουν το όνομα στη λήγουσα. 1. Γιος του Τιβέρου και της Μαντώς, εγγονός του Τειρεσία ή του Ηρακλή, αδελφός του Αυλήτη, του ιδρυτή της Περουγίας της Ιταλίας. Σύμφωνα με τον Βιργίλιο, είχε χτίσει και τη… … Dictionary of Greek
ocnă — ÓCNĂ, ocne, s.f. 1. Mină (mai ales de sare); salină. ♢ expr. (Adverbial) Sărat ocnă = foarte sărat, prea sărat. 2. Închisoare pentru cei condamnaţi la muncă silnică în saline; p. gener. închisoare, puşcărie. ♦ Pedeapsă executată într o astfel de… … Dicționar Român